Αφιέρωμα: Βασίλι Καντίνσκι, ζωγράφος

Ο Καντίνσκι είναι δικαίως ένας από τους διασημότερους μοντέρνους καλλιτέχνες. Είτε μας συγκινούν είτε μας αφήνουν αδιάφορους οι πίνακές του, είτε μας διδάσκουν είτε μας μπερδεύουν τα κείμενά του, ένα είναι σίγουρο: Μας αρέσει δεν μας αρέσει ο Καντίνσκι  στην εποχή του ήταν πρωτοποριακός κι έβαλε ένα μεγάλο «λιθαράκι» στην εξέλιξη των εικαστικών τεχνών.
Βιογραφία:
Βασίλι Καντίνσκι (ή Καντίνσκυ) γεννήθηκε στην Μόσχα 16 Δεκεμβρίου 1866 και απεβίωσε στο Νεϊγί-συρ-Σεν, Γαλλία στις 13 Δεκεμβρίου 1944.
Ήταν Ρώσος ζωγράφος και θεωρητικός της τέχνης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα και ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της αποκαλούμενης αφηρημένης τέχνης. Έλαβε μέρος σε ορισμένα από τα σημαντικότερα ρεύματα της μοντέρνας τέχνης εισάγοντας τις δικές του καινοτομίες και μία νέα αντίληψη για τη ζωγραφική, καταγράφοντας ένα πλούτο θεωριών και ιδεών στην πραγματεία Για το πνευματικό στην τέχνη. 
Ο ζωγράφος και θεωρητικός τη τέχνης, ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα που όρισε την αφηρημένη τέχνη με το έργο του ήταν το μοναδικό παιδί μιας εύπορης οικογένειας και γεννήθηκε στη Μόσχα το 1866. Ο πατέρας του ήταν έμπορος τσαγιού και όταν η οικογένεια μετακόμισε στην Οδησσό, ο μικρός Βασίλι έζησε τον χωρισμό των γονιών του και την ανατροφή του ανέλαβε η θεία του.
Στα μαθητικά του χρόνια έκανε ιδιαίτερα μαθήματα μουσικής, ζωγραφικής και σχεδίου ενώ στα 20 του χρόνια πήγε στη Μόσχα για να κάνει σπουδές νομικής και οικονομικών ενώ παράλληλα ζωγράφιζε αδιάλειπτα. Λίγα χρόνια αργότερα έγινε μέλος της Ένωσης Νομικών ενώ ήταν υποψήφιος Λέκτορας στο πανεπιστήμιο της Μόσχας.
Στο να ακολουθήσει καριέρα καλλιτεχνική, συνετέλεσαν κυρίως δυο γεγονόταη έκθεση των Γάλλων ιμπρεσιονιστών στη Μόσχα και η παρουσίαση του έργου Λόενγκριν του Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Βασιλικό Θέατρο της Μόσχας. Όμως ο Καντίνσκι δεν παρέλειπε να λέει πως «ο πατέρας μου, μου επέτρεπε με ασυνήθιστη υπομονή, να ακολουθήσω τα όνειρα μου και να κάνω το κέφι μου σε όλη μου τη ζωή. Οι γραμμές αυτές θα πρέπει να είναι οδηγός για όσους γονείς προσπαθούν να αποτρέψουν, και συχνά με τη βία, τα παιδιά τους -και κυρίως τα προικισμένα– από τις αληθινές τους κλίσεις κάνοντας τα δυστυχισμένα».
Κάτι που γνωρίζουν λιγότεροι από αυτούς που αγαπούν το έργο του είναι πως πριν αποφασίσει να πάει στο Μόναχο, στο καλλιτεχνικό κέντρο της Ευρώπης τότε, είχε ήδη ξεκινήσει να εργάζεται σε ένα εκτυπωτικό εργαστήριο της πόλης, πειραματιζόμενος με σχέδια που θα διακοσμούσαν κουτιά για σοκολατάκια. Μόλις 2 χρόνια αργότερα, οι πειραματισμοί του Καντίνσκι θα έχουν ήδη δημιουργήσει μία σειρά από υπέροχα χαρακτικά, ξυλόγλυπτα και λιθογραφίες, πρώιμα, πλην τέλεια δείγματα, του μεγαλείου της τέχνης που θα γεννούσε. Κάθε ένα από αυτά τα έργα αντιπροσωπεύει αυτό που λέει και ο τίτλος της έκθεσης – έναν ανεξάρτητο μικρόκοσμο – και πρακτικά την αντανάκλαση της ματιάς του Καντίνσκι, μια ξεκάθαρη δήλωση του για το πώς έβλεπε τη ζωή και τον κόσμο. Τα έργα εκτέθηκαν πριν από λίγα χρόνια με τίτλο “Kleine Welten” (μτφ: “Μικροί Κόσμοι”) στο Μουσείο του Σπρίνγκφιλντ.
Στο Μόναχο ο Καντίνσκι βρίσκει χώρο για να κάνει τη δική του καλλιτεχνική δήλωση για το πώς έβλεπε τη ζωή και τον κόσμο και να δημιουργήσει τη δική του παρτιτούρα παίζοντας με τα χρώματα και τις φόρμες σαν νότες μουσικής, με εκείνον ως συνθέτη να αναζητά μέσα από την ποικιλομορφία της παρτιτούρας να αποδώσει τις αντιθέσεις, τη συνύπαρξη, εντάσεις ή αρμονία. 
Στο Μόναχο συναντά τους καλλιτέχνες της Απόσχισης στην ομάδα Sezession, η οποία συσπείρωνε καλλιτέχνες που ακολουθούσαν διαφορετικές τεχνοτροπίεςΑποτυγχάνει στις εξετάσεις του στην Ακαδημία του Μονάχου, αλλά παρακολουθεί μαζί με τον Πάουλ Κλέε τα μαθήματα του σπουδαίου δασκάλου Φραντς φον Στουκ.
Η συντηρητική και ακαδημαϊκή καλλιτεχνική σκηνή του Μονάχου τον έκανε να ασφυκτιά έτσι το 1901  ίδρυσε την ένωση Phalanx και οργάνωσε την πρώτη έκθεση έργων δικών του καθώς και άλλων καλλιτεχνών που μέχρι τη διάλυσή της, το 1904, παρουσίασε συνολικά δώδεκα εκθέσεις, μέσα από τις οποίες αναδείχθηκε το έργο συμβολιστών, μετα-ιμπρεσιονιστών και καλλιτεχνών της Αρ Νουβό.
Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα αντιμετωπίστηκε με αδιαφορία, λοιδορία και εχθρότητα, αλλά ο Καντίνσκι επέμενε στη θεμελίωση μιας νέας τάξης πραγμάτων στην τέχνη, στη βάση νέων αρχών. Παίρνει μέρος στα φθινοπωρινά και τα ανεξάρτητα σαλόνια του Παρισιού και εκεί έρχεται σε επαφή με εκπροσώπους των κινημάτων του φοβισμού και του κυβισμού. Αρχίζει να ολοκληρώνει έργα που χαρακτηρίζονταν από μεγάλες επιφάνειες έντονων χρωματισμών και αντιθέσεων, που απομακρύνονται από το αναπαραστατικό στοιχείο και είναι περισσότερο αφηρημένα. Τον Ιανουάριο του 1909 ίδρυσε τη «Νέα Ένωση Καλλιτεχνών», προσελκύοντας καλλιτέχνες όπως ο Πικάσο και ο Μπρακ ενώ αργότερα μαζί με το ζωγράφο Φραντς Μαρκ, σχεδίασε την έκδοση ενός βιβλίου, με τίτλο Γαλάζιος Καβαλάρης (Der Blaue Reiter) στο οποίο εξέθετε τις νέες κατευθύνσεις στην τέχνη.
Στις 18 Δεκεμβρίου 1911 οργανώθηκε η πρώτη έκθεση της ομάδας του Γαλάζιου Καβαλάρη με συμμετοχή του Καντίνσκι, του Μαρκ, του Αουγκούστ Μάκε, του Ρομπέρ Ντελωναί και άλλων, ενώ δημοσιεύθηκε η πραγματεία του «Για το Πνευματικό στην Τέχνη». Στα μάτια του όλες οι τέχνες προσέγγιζαν το αφηρημένο, ενώ οι αντιλήψεις του για το χρώμα και τη δομή θα οδηγούσαν σε μία «καθαρή ζωγραφική», μία ανάμειξη χρώματος και φόρμας όπου το καθένα υπάρχει ξεχωριστά αλλά και μαζί, σε μία κοινή ζωή που ονομάζεται εικόνα και προκύπτει ως εσωτερική αναγκαιότητα. Ο «Γαλάζιος Καβαλάρης» όπως ονειρευόταν ο Καντίνσκι ήταν ένα κίνημα-έκκληση για μία πνευματική αναγέννηση σε όλες τις μορφές τέχνης.
Ο Καντίνσκι δεν έχει χάσει ποτέ μέχρι την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα την επαφή του με τη Μόσχα και τις καλλιτεχνικές εξελίξεις που διαδραματίζονταν εκεί, όπως τη σύνδεσή του με τα μέλη του Γαλάζιου Ρόδου, μίας ομάδας συμβολιστών καλλιτεχνών. Επιστρέφει στην Ρωσία και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση διδάσκει στα Ελεύθερα Κρατικά Καλλιτεχνικά Εργαστήρια (SVOMAS) της Μόσχας. Όμως βλέπει τα έργα του να απομακρύνονται από τα μουσεία της Σοβιετικής Ένωσης, τους συναδέλφους του να είναι σταθερά εχθρικοί και αποφασίζει να φύγει από τη Ρωσία ξανά για τη Γερμανία.
Δίδαξε στη σχολή Μπαουχάους, προσκεκλημένος – όπως και άλλοι διακεκριμένοι καλλιτέχνες της εποχής – του ιδρυτή της Βάλτερ Γκρόπιους και κλήθηκε να αναλάβει το εργαστήριο τοιχογραφίας, δίδαξε φόρμα ενώ η ξεχωριστή διδασκαλία του ήταν εμπλουτισμένη με στοιχεία από προσωπικές του θεοσοφικές και αποκρυφιστικές μελέτες. Είναι η εποχή της «ψυχρής περιόδου» του Καντίνσκι, πρόδρομη της εποχής του «ψυχρού ρομαντισμού», τα έργα της οποίας έκανε και αργότερα στο Ντεσάου, όπου δίδασκε στην τοπική σχολή Μπαουχάους.

Μετά την εκστρατεία των Ναζί εναντίον του Μπαουχάους και το κλείσιμο της σχολής, ο Καντίνσκι εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, στο προάστιο Νεϊγύ-συρ-Σεν. Εκεί συνδέεται με τους παλιούς του φίλους όπως ο Ντελονέ, ενώ θαυμάζει τα έργα των Χουάν Μιρό, Ζαν Αρπ και του Αλμπέρτο Μανιέλι. Εκεί ζει και εργάζεται απομονωμένος, προχωρώντας σε νέες διαφοροποιήσεις της εικαστικής του έκφρασης αλλά και μία σύνθεση των παλαιότερων ιδεών του. Στα έργα του ακόμα, κυριαρχούν τα λεγόμενα «βιομορφικά» σχήματα, έχοντας ως πηγή έμπνευσης εγκυκλοπαίδειες και εργασίες βιολογίας, όπως τα έργα του Ερνστ Χέκελ (Kunstformen der Natur) ή του Καρλ Μπλόσφελντ (Unformen der Natur).


Πολλά έργα του με την έναρξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου καταστράφηκαν από το ναζιστικό καθεστώς. Όλη η εργασία του στη Γαλλία διασώθηκε. Ο Βασίλι Καντίνσκι, ο καλλιτέχνης που θεμελίωσε την αφηρημένη τέχνη και μπόρεσε να την αποδεσμεύσει από τη φιγούρα, πέθανε στα 78 του χρόνια χτυπημένος από αρτηριοσκλήρωση. Τάφηκε στο Νεϊγί-συρ-Σεν. Τα έργα του σπάνε ρεκόρ τιμών στις δημοπρασίες και αποτελούν θησαυρό των πιο μεγάλων μουσείων στον κόσμο.



Πηγή

Σχόλια