Η Άννα Αχμάτοβα ήταν σπουδαία Ρωσίδα ποιήτρια. Γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1889 στην Οδησσό.
Επέλεξε το επώνυμο Αχμάτοβα, που ανήκε στην προγιαγιά της από τη φυλή των Τατάρων.
Ο πατέρας της ήταν ηλεκτρολόγος- μηχανολόγος στο Ναυτικό. Λόγω μετάθεσης του, μετακόμισαν στην Αγία Πετρούπολη, όπου έζησαν μέχρι το διαζύγιο των γονιών της το 1905.
Η Αχμάτοβα μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον προνομιούχο και μια κουλτούρα αριστοκρατική. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου. Στα νεανικά της χρόνια διάβασε και επηρεάστηκε από τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία και ιδιαίτερα από τους Σκανδιναβούς συγγραφείς.
Κι ενώ ακόμη ήταν φοιτήτρια, με νομικές και φιλολογικές σπουδές, παντρεύτηκε το 1910 τον ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ.
Στο γαμήλιο ταξίδι του ζευγαριού στο Παρίσι, η νεόνυμφη Αχμάτοβα κάνει τη γνωριμία της με το νεαρό ζωγράφο Αμεντέο Μοντιλιάνι, με τον οποίο έμελλε αργότερα να ζήσει ένα θυελλώδη έρωτα.
Πήρε διαζύγιο, ξαναπαντρεύτηκε τον Βλαντιμίρ Σιλέϊκο, αλλά ούτε αυτός ο γάμος ευδοκίμησε. Παντρεύτηκε για 3η φορά τον Νικολάι Πούνιν.
Στην οκτωβριανή επανάσταση η Αχμάτοβα δεν φεύγει ούτε επηρεάζεται η ποιητική της δημιουργικότητα. Ωστόσο η υγεία της θα κλονιστεί. Τα συνεχή κρούσματα φυματίωσης ανάγκασαν τον Στάλιν να την στείλει στην Τασκένδη, λόγω της σπουδαιότητας του έργου της.
Τα ποιήματα της είχαν μεγάλη απήχηση και καταγγέλθηκε ενώπιον των μελών της Ένωσης Συγγραφέων ως «ιδεολογικός αποδιοργανωτής και εκπρόσωπος του αντιδραστικού σκοταδισμού» και διαγράφηκε από την Ένωση Συγγραφέων, όπου μόνο μετά το θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν αποκαταστάθηκε.
Στις 5 Μαρτίου 1966 αφήνει την τελευταία της πνοή. Αιτία θανάτου καρδιακή ανεπάρκεια. Η σορός της μεταφέρθηκε στην Αγία Πετρούπολη.
Ένα χρόνο πριν τον θάνατο της, το 1965 απονέμεται στην Αχμάτοβα ο τίτλος της επίτιμης διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Και η UNESCO κήρυξε το έτος 1989 «Έτος Αχμάτοβα».
Οι πρώτες ποιητικές συλλογές της είναι σύντομες λυρικές εξομολογήσεις από την προσωπική ζωή της. Ιδιαίτερα τα ποιήματα της συλλογής «Ροζάριο» είναι αυτά που καθιέρωσαν και έκαναν την Αχμάτοβα διάσημη σ’ όλη τη Ρωσία.
Η συναισθηματική φόρτιση και το προσωπικό της δράμα από τα χρόνια του πολέμου, της Οκτωβριανής Επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου εκφράζονται και μετουσιώνονται σε κραυγές πόνου και απογοήτευσης στις συλλογές «Το λευκό κοπάδι», «Αγριοβότανο» και «Σωτήριον έτος».
O προσωπικός χαρακτήρας της ποίησής της και η αντιμπολσεβικική χροιά της, αν και όχι πάντοτε εμφανής, είχαν αποκλείσει την πρόσβασή της στις πόρτες των εκδοτικών οίκων. Για παραπάνω από μια δεκαετία, από το 1923 μέχρι το 1935, η Αχμάτοβα είχε πάψει ουσιαστικά να γράφει ποίηση και εξοικονομούσε τα στοιχειώδη προς το ζην εργαζόμενη ως βιβλιοθηκάριος στο Αγρονομικό Ινστιτούτο της Αγίας Πετρούπολης.
Η ποίηση της Άννας Αχμάτοβα, μολονότι είχε χαρακτηριστεί από το σοβιετικό καθεστώς ως «παρακμιακή», εξέπεμπε τεράστια γοητεία , υπογραμμίζοντας μια αίσθηση πεπρωμένου, που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας της και άσκησε ιδιαίτερη έλξη, όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα. Είχε χαρακτηρίστει ως "Άννα Πασών των Ρωσιών".
Υπάρχει Μουσείο της Άννας Αχμάτοβα αφιερωμένο στη ζωή της, που θεωρείται η πιο σημαντική ποιητική εκπρόσωπος της «Αργυρής Εποχής» στη Ρωσία.
Το μουσείο στεγάζεται στο μπαρόκ Ανάκτορο Σερεμέτεφ στην Αγία Πετρούπολη, ένα κτήριο που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1750, δίπλα στην αποβάθρα του καναλιού Φοντάνκα και με είσοδο από την αυλή στον αριθμό 53 της Λιτέινι Προσπέκτ. Καταλαμβάνει τα παλαιά διαμερίσματα του προσωπικού του ανακτόρου, όπου έζησε και εργάστηκε η Αχμάτοβα για πολλά χρόνια, από το 1933 έως το 1941 και ξανά από το 1944 έως το 1954.
Οι αίθουσες του μουσείου περιέχουν προσωπικά αντικείμενα από την ιδιαίτερη ζωή της Αχμάτοβα. Υπάρχουν και ηχογραφήσεις με τη φωνή της ίδιας να διαβάζει ποιήματά της.
Ρομαντική και αντισυμβατική μέχρι τέλους, η Άννα Αχμάτοβα πέρασε στο ποιητικό πάνθεον, τολμώντας ν’ αψηφήσει το σοβιετικό καθεστώς κι ας ήταν, καθώς έγραφε, η ποίησή της μονάχα «ένα πεφταστέρι στο σκοτάδι».
Ρέκβιεμ (μτφ. Άρης Αλεξάνδρου)
Έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθείς, γιατί οχι τούτη τη στιγμή:
Σε περιμένω, αδύνατο να επουλωθεί το τραύμα.
Όλα τα φώτα τα ‘σβησα κ’ η πόρτα μου ανοιχτή
να μπεις εσύ καθημερνός και σπάνιος ως θαύμα.
Όποια μορφή σ’ αρέσει πάρε για να ‘ρθείς
σαν βλήμα εισόρμησε και σκότωσέ με
ή μ’ ένα ζύγι ζύγωσε σαν έμπειρος ληστής
ή με του τύφου τον καπνό φαρμάκωσέ με.
Ή ως μύθος πού ‘χεις σοφιστεί και λες από καιρό
κι όλοι τον μάθαν πια μέχρι ναυτίας, μέχρι κόρου
ώστε το μπλε πηλίκιο στην αυλή να δω
κι από τον τρόμο του χλωμό τον θυρωρό μου.
Το ίδιο πια μου κάνει. Ο Γιενισέι κυλάει μες στον αφρό
το πολικό τ’ αστέρι φέγγει μες στην αμφιλύκη
και την γαλάζια λάμψη των αγαπημένων μου ματιών
η τελευταία την καλύπτει φρίκη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε πολύ για τα σχόλια σας!