Ήξερες ότι ο αστακός ήταν το φαγητό των φτωχών αρχικά;

Κι όμως τον αστακό, ο οποίος σήμερα μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει τα 35 ευρώ το κιλό, τον θεωρούσαν κάποτε την “κατσαρίδα” του πάτου του ωκεανού και δεν τον ήθελαν στο πιάτο τους οι άνθρωποι. Οι ψαράδες μάλιστα τους έριχναν πίσω στην θάλασσα εάν έπιαναν κανέναν στα δίχτυα τους. Αλλά ας να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ο αστακός ως είδος φαγητού έγινε δημοφιλής στην Βόρεια Ευρώπη την εποχή των Βίκινγκ, όταν κατασκευάστηκαν βάρκες ικανές για ψάρεμα σε βαθιά νερά, καθώς υπήρχε η ανάγκη για πιάτα χωρίς κρέας για τις διάφορες θρησκευτικες τους γιορτές. 

Σε όλη την Ευρώπη ο αστακός ήταν δείγμα πλούτου και αριστοκρατίας. Συχνά μάλιστα απεικονίζονταν σε πίνακες ζωγραφικής για δηλώσουν ακριβώς αυτό, πλούτο. Δεν είχε όμως την ίδια αξία στην Βόρεια Αμερική καθώς οι ιθαγενείς χρησιμοποιούσαν το κρέας του αστακού για δόλωμα στο ψάρεμα και το κέλυφος για λίπασμα στην γη. Μια πρακτική την οποία υιοθέτησαν αργότερα και οι Ευρωπαίοι άποικοι.
Στα 1600 ο αστακός ήταν πάμφθηνος διότι υπήρχε σε αφθονία στα παράλια της Αμερικής, τόσο που σωροί αστακών ξεβράζονταν στις ακτές. Οι ευρωπαίοι άποικοι ονόμασαν τον αστακό “πρωτεΐνη των φτωχών” και συνήθως τον έδιναν για φαΐ στους φυλακισμένους και στους σκλάβους με συμβόλαιο.

Info:Οι σκλάβοι με συμβόλαιο ήταν άνθρωποι που πλήρωναν για την είσοδο τους στην χώρα με επτά χρόνια εργασίας στον άνθρωπο που τους έφερε στη χώρα.
Στη Μασαχουσέτη οι σκλάβοι με συμβόλαιο εξεγέρθηκαν γιατί έτρωγαν κάθε μέρα αστακό. Πήγαν στα δικαστήρια και η απόφαση που βγήκε έλεγε ότι οι σκλάβοι απαγορευόταν να τρώνε αστακό πάνω από τρεις φορές την εβδομάδα. Οι σκλάβοι πρόσθεσαν αυτόν τον όρο και στα συμβόλαιά τους.

Η φήμη αυτή του αστακού δεν άλλαξε μέχρι τα μέσα του 1800 όταν με την έλευση του σιδηρόδρομου ένας έξυπνος έμπορος είχε την ιδέα να σερβίρει αστακό σαν εκλεπτυσμένο πιάτο στους επιβάτες, ιδιαίτερα σε όσους δεν προέρχονταν από τα παράλια της Αμερικής, που σημαίνει ότι δεν είχαν τόση επαφή με τον αστακό. Για καλύτερη γεύση οι μάγειροι ξεκίνησαν να τον μαγειρεύουν ζωντανό...κάτι που γίνεται μέχρι σήμερα. Έτσι ο αστακός άρχισε να θεωρείται λιχουδιά και τροφή για πιο...εκλεπτυσμένους ουρανίσκους.
Info: Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο αστακός δεν είχε περιορισμό όπως το κρέας οπότε έτσι γνώρισε περισσότερος κόσμος την γεύση του.

Η μεγάλη ζήτηση τα επόμενα χρόνια ήταν ένας από τους λόγους που η τιμή του αστακού ανέβηκε στα ύψη καθώς ο πληθυσμός αστακών στους ωκεανούς μειώθηκε. Η αλιεία του αστακού είναι επίσης δύσκολη υπόθεση και χρονοβόρα καθώς οι αλιείς ναι μεν ρίχνουν δολωμένα δίχτυα στον πάτο του ωκεανού αλλά όταν τα μαζεύουν πρέπει να ρίξουν πίσω στην θάλασσα τους πολύ μεγάλους αστακούς ή τους πολύ μικρούς, αλλά και τους θηλυκούς που έχουν αυγά. Επιπλέον, η μεταφορά τους κοστίζει καθώς διατηρούνται σε ειδικές δεξαμενές με αλμυρό νερό και αρκετό οξυγόνο για την διαδρομή ώστε να παραδοθούν ζωντανοί. Ακόμα και αν ο πληθυσμός των αστακών αυξηθεί, η τιμή δεν θα πέσει ιδιαίτερα εξαιτίας των παραπάνω παραγόντων.
Info: Η περίοδος αλίευσης του αστακού ξεκινά από την 1η Ιανουαρίου και σταματά στις 31 Αυγούστου. Οπότε καλό είναι μετά τον Αύγουστο να αποφεύγεται η ζήτησή του αστακού καθώς έτσι ενθαρρύνεται η παράνομη αλιεία του.

Ο αστακός όταν ενηλικιωθεί φτάνει το 1 κιλό σε βάρος, αν και έχουν βρεθεί και μεγαλύτεροι. Μπορεί να ζήσει ως και 100 χρόνια. Έχει υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες και σε μεταλλικά στοιχεία ξεπερνώντας ακόμα και τη θρεπτική αξία του γάλακτος, ειδικότερα σε ασβέστιο. Σε καμία χώρα δεν υπάρχει ιχθυοτροφείο αστακών διότι είναι πολύ δύσκολη έως αδύνατη η εκτροφή του, καθώς για να φτάσει σε βάρος 1 κιλού απαιτούνται 8-10 χρόνια ανάλογα με το βιότοπο και την ποιότητα των υδάτων, και έτσι η ιχθυοκαλλιέργειά του είναι ασύμφορη.

Ο πιο κοινός, σπουδαιότερος αλλά και οικονομικότερος αστακός είναι ο "αστακός χόμαρος" (homard), γνωστότερος στην Ελλάδα ως "θαλασσινός αστακός" ή "καραβιδομάνα" ή "καραβιδαστακός", είναι αυτός που φέρει δύο μεγάλες δαγκάνες, τον οποίο και θεωρούν οι Ευρωπαίοι ως γνήσιο αστακό. Για τον ελλαδικό χώρο όμως περισσότερο γνωστός είναι ο "αστακός ο παλίνουρος" (Palinurus) που φέρει δύο μεγάλες κεραίες αντί δαγκάνες, πρόκειται γι΄ αυτόν που οι Γάλλοι τον αποκαλούν "langouste".
Υπάρχουν και άλλα είδη φαγητού τα οποία αρχικά δεν εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα αλλά κατέληξαν ως πολυτελή εδέσματα. Για να τα δούμε μερικά παρακάτω:

Πεσκανδρίτσα (monkfish)
Η όψη της πεσκανδρίτσας ήταν ο πρωταρχικος λόγος που δεν ήταν επιθυμητή στο τραπέζι. Η Γαλλία μάλιστα απαγόρευσε κάποια στιγμή την πώληση πεσκανδρίτσας εξαιτίας της φρικτής όψης του. Κάποιοι ψαρέμποροι πλήρωναν ανθρώπους για να το φάνε, ενώ στις ψαραγορές είχε το παρατσούκλι “ο αστακός του φτωχού”.

Στρείδια
Πριν την θαλάσσια ρύπανση φτάσει το σημείο να σκοτώνει την θαλάσσια ζωή, τα στρείδια υπήρχαν παντού και σε αφθονία. Έτσι οι πολύ φτωχοί πήγαιναν στην θάλασσα και μάζευαν στρείδια με τους κουβάδες. Η τιμή τους ήταν “ δωρεάν ή μερικές δεκάρες”. Η θαλάσσια ρύπανση μείωσε δραματικά τους πληθυσμούς στρειδιών και έτσι πλέον θεωρούνται πολυτέλεια.

Κινόα (Quinoa)
Μόλις πριν από 15 χρόνια η Νότια Αμερική θεωρούσε την κινόα τροφή των φτωχών, σε σημείο που οι πλουσιότεροι άνθρωποι δεν καταδέχονταν να τους δουν να τρωνε κινόα. Αργότερα όμως όταν εντοπίστηκαν οι θρεπτικές της ιδιότητες και πόσο καλό κάνει στην υγεία τα πράγματα άλλαξαν όπως άλλαξε και η τιμή του...προς τα επάνω.

Φουά Γκρά (Foie gras)
Το φουά γκρά είναι πατέ από συκώτι της χήνας. Η οποία συνταγή συναντάτε πρώτη φορά στην Αρχαία Αίγυπτο, όταν έδιναν στους Εβραίους τα υπόλοιπα της χήνας που πετούσαν, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και το συκώτι. Οι Εβραίοι πολτοποιούσαν το συκώτι και έφτιαχναν μια πάστα την οποία όταν δοκίμασαν οι Ρωμαίοι τους άρεσε τόσο που την μετέτρεψαν σε σύμβολο κομψότητας. Στον Μεσαίωνα πήρε πάλι την κάτω βόλτα και η παρασκευή φουά γκρα σχεδόν ξεχάστηκε. Στην Αναγέννηση η μεσαία τάξη της Γαλλίας επανέφερε την συνταγή στην κουζίνα τους.

Χαβιάρι
Το χαβιάρι πριν 100 χρόνια υπήρχε άφθονο στα μπαρ της Ρωσίας, τόσο που το έβαζαν δωρεάν σε σάντουιτς. Το χαβιάρι ώντας αλμυρό έκανε τους πελάτες να διψάνε άρα αυτομάτως οι πωλήσεις του μπαρ αυξάνονταν. Με την αύξηση της ζήτησης έδειξαν ενδιαφέρον και οι πλούσιοι για το χαβιάρι οπότε πλεόν είναι και αυτό μια πολυτέλεια.

Άννα Μαρία Σταυροπούλου




Σχόλια