Σαν σήμερα.... Εμφανίζεται το Walkman από την Sony

H Sony πούλησε πάνω από 400 εκατομμύρια WALKMAN σ' όλον τον κόσμο.

Την 1η Ιουλίου του 1979 η Sony παρουσίασε το  Sony Walkman, την υπέρτατη συσκευή αναπαραγωγής μουσικής για την εποχή. Από τότε, την εποχή που το όνομα Walkman ήταν συνώνυμο με αυτό που μέχρι πρόσφατα ονομάζαμε φορητή συσκευή μουσικής, έχουν αλλάξει πολλά.  Τώρα πια έχει αντικατασταθεί με αντίστοιχες, εξελιγμένες φορητές συσκευές που έχουν ενισχυθεί με περισσότερες δυνατότητες.  Η Sony, ωστόσο, ήταν η πρώτη που έδωσε στους πελάτες της την ευχαρίστηση να "απομονώνονται"ακούγοντας τη μουσική που θέλουν.
Το Walkman, άλλαξε τις συνήθειες στην ακρόαση μουσικής, καθώς επέτρεπε στον «ακροατή» να ακούει την αγαπημένη του μουσική εν κινήσει, δίνοντας του την δυνατότητα να ακούει μουσική την ώρα που περπατάει για να πάει στη δουλειά του, ενώ τρέχει ή την ώρα που κάνει γυμναστική κ.ο.κ., γεγονός που του έδινε μια αίσθηση ιδιωτικότητας και «έντυνε» την καθημερινότητά του με μουσική.
Το Walkman, επινοήθηκε από τον συνιδρυτή της ιαπωνικής εταιρείας Sony, Masaru Ibuka και κατασκευάστηκε από τους μηχανικούς Nobutoshi Kiraha και Kozo Osohne το 1979. Ο Ibuka ήταν λάτρης της όπερας και της κλασικής μουσικής και του άρεσε ιδιαίτερα να ακούει τα αγαπημένα του κομμάτια ενώ ταξίδευε, κάτι το οποίο έκανε συχνά και για πολλές ώρες, λόγω της δουλειάς του. Χρησιμοποιούσε τη φορητή συσκευή «TC-D5», που είχε κυκλοφορήσει απ’ τη Sony to 1978. Το TC-D5, μπορούσε να παίζει μουσική από κασέτες και να ηχογραφεί, αλλά είχε ένα σημαντικό ελάττωμα. Αν και χαρακτηριζόταν «φορητό», στην πραγματικότητα το μέγεθός του δεν διευκόλυνε τις μετακινήσεις. Ήταν εξαιρετικά ακριβό και είχε πουλήσει ελάχιστα αντίτυπα, κυρίως σε δημοσιογράφους, που το χρησιμοποιούσαν καθαρά για επαγγελματικούς σκοπούς.
Το Walkman, βγήκε στα ράφια των καταστημάτων την 1η Ιουλίου του 1979 και μέσα σε λίγες βδομάδες είχε ξεπουλήσει. Το τμήμα marketing της Sony είχε ξεκινήσει μία διαφημιστική καμπάνια που θα άφηνε ιστορία. Έδωσε τις συσκευές σε διάφορους υπαλλήλους της, οι οποίοι κυκλοφορούσαν στους δρόμους και στα τρένα, ακούγοντας μουσική και συζητούσαν με περαστικούς για το νέο προϊόν της Sony. Οι δημοσιογράφοι δυσκόλεψαν λίγο το έργο τους, καθώς διατήρησαν πολύ αρνητική στάση απέναντι στο Walkman, αλλά στο τέλος ακόμα και αυτοί άλλαξαν στάση.

Τον Ιούνιο του 1980, το Walkman έφτασε στην Αμερική και η φήμη του απογειώθηκε. Το 1983, οι κασέτες πέρασαν για πρώτη φορά σε πωλήσεις τους δίσκους βινυλίου. Το 1986, μετρήσεις έδειξαν ότι λόγω του walkman, είχαν αυξηθεί κατά 30% το ποσοστό των ανθρώπων που περπατούσαν ή έτρεχαν για ευχαρίστηση. Μέσα σε δέκα χρόνια, η λέξη walkman είχε μπει στα λεξικά δεκάδων χωρών και είχε γίνει ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα προϊόντα παγκοσμίως.
Οι New York Times, στην πρώτη τους αναφορά στη συσκευή το 1980, την χαρακτηρίζουν ως το καινούργιο «status symbol». Ο Andy Warhol λέει στην Washington Post ότι προτιμά τον ήχο του Pavarotti αντί για τις κόρνες των αυτοκινήτων. Οι παραλίες που είχαν απαγορεύσει τα ραδιόφωνα δεν έχουν απολύτως κανένα πρόβλημα με την μοναχική φύση του Walkman. Εντούτοις, υπάρχουν και οι διαφωνίες.

Το 1980 παραδίδονται 500.000 συσκευές, αριθμός που τριπλασιάζεται το 1983. Η Sony συνεχίζει να εξελίσσει το προϊόν, δίνοντας του ακόμη και ασύρματα ακουστικά, το 1988, 12 ολόκληρα χρόνια πριν την παρουσίαση του πρώτου Bluetooth headset. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80, το Walkman βρίσκει στον δρόμο του τα CD (Discman) και την τηλεόραση (Watchman).

Την δεκαετία του '90, η αγορά έρχεται αντιμέτωπη με την επανάσταση του MP3 και την δεκαετία του 2000 η Apple την «ταράζει» για ακόμη μια φορά, με το iPod. Στα τέλη του 2010, κάτι παραπάνω από τρεις δεκαετίες μετά την παρουσίαση του πρώτου Walkman, η Sony ανακοινώνει πως σταματάει οριστικά την παραγωγή συσκευών που κάνουν χρήση κασετών. Μέχρι τότε, είχε πουλήσει 400 εκατομμύρια Walkman-branded προϊόντα και περισσότερα από τα μισά χρησιμοποιούσαν κασέτες.

Το Walkman ξαναέρχεται στη μόδα - μαζί με τα mixtapes - με την ταινία Guardians of the Galaxy του 2014, στην οποία ο Peter Quill - τον οποίο υποδύεται ο ηθοποιός Chris Pratt - εμφανίζεται με ένα TPS-L2. Αν και η συσκευή ήταν προηγουμένως διαθέσιμη σε διάφορες δημοπρασίες για περίπου 100 δολάρια, η τιμή της ανεβαίνει στα 1000 δολάρια μετά την κυκλοφορία της ταινίας, φτάνοντας ακόμη και στα 3000 δολάρια για κάποιες συλλεκτικές εκδόσεις.

Οι πωλήσεις κασετών συνεχίζουν να αυξάνονται. Σύμφωνα με την Nielsen Music, οι πωλήσεις τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού για το 2018 παρουσίασαν άνοδο κατά 23%, με 219.000 κασέτες την περασμένη χρονιά έναντι 178.000 το 2017. Για τέταρτη συνεχή χρονιά στις ΗΠΑ, τις περισσότερες πωλήσεις παρουσιάζει το soundtrack του Guardians of the Galaxy, με το Guardians of the Galaxy: Awesome Mix Vol. 1 να κάνει 24000 πωλήσεις και το Vol. 2 να φτάνει τις 19.000.
Το brand «Walkman» εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι τις μέρες μας, με τη Sony να το χρησιμοποιεί σε διάφορες συσκευές του είδους, ακόμη και σε smartphones. Σε μια αγορά που έχει αλλάξει και με τη γενιά που μεγάλωσε με το Walkman να έχει πλέον μεγαλώσει, είναι σαφές πως το brand δεν έχει τη δυναμική που είχε κάποτε. Είναι σίγουρο, όμως, πως το Walkman της Sony χαρακτήρισε μια ολόκληρη εποχή, άλλαξε την βιομηχανία της μουσικής, της τεχνολογίας και τον τρόπο που ακούμε σήμερα μουσική.

Σχόλια