«Αφού δεν έχουν ψωμί, ας φάνε παντεσπάνι» Το είπε τελικά η Μαρία Αντουανέτα;

https://newsbyzeta.blogspot.com/2020/08/blog-post_90.html


Ποια ήταν η Μαρία Αντουανέτα;
Γεννήθηκε στις 2 Νοέμβρη 1755, μια μέρα μετά τον καταστροφικό σεισμό της Λισσαβώνας, κάτι που ερμηνεύτηκε ως κακός οιωνός αργότερα, μαζί με το γεγονός πως νονοί της ήταν το βασιλικό ζεύγος της Πορτογαλίας.
Η Μαρία Αντουανέτα, 15ο και τελευταίο παιδί της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας και του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Α’ της Αυστρίας, ήταν τότε 37 ετών, μια «ξένη» που γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1755 στο Παλάτι Χόφμπουργκ, στη Βιέννη. Οταν έγινε 14 ετών οι αυστριακοί μονάρχες πρόσφεραν το χέρι της στον κληρονόμο του γαλλικού θρόνου, αργότερα Λουδοβίκο 16ο, και ο γάμος τους έγινε το 1770, με μια υπέρλαμπρη τελετή στο παλάτι των Βερσαλλιών. Στο γάμο της πήγε με κλάματα και συνοδευόμενη από 57 άμαξες, 117 πεζούς και 376 άλογα!
Από την πρώτη στιγμή ήταν αντιδημοφιλής ως “Αυστριακή”, καθώς η συμμαχία της Βουρβονικής και Αψβουργικής δυναστείας ήταν ανεπιθύμητη τόσο στην αυλή όσο και στο λαό. Σύντομα άρχισε να αντιμετωπίζει και κατηγορίες περί στειρότητας, η αρχική ατεκνία του ζεύγους ωστόσο οφειλόταν σε χρόνια σεξουαλική ανικανότητα του διαδόχου, πιθανόν λόγω φίμωσης.


Της είχαν δώσει το παρατσούκλι «Madame Deficit» («Μαντάμ Ελλειμμα»)! Ο λόγος ήταν η σπάταλη ζωή που έκανε καθώς ξόδευε κρατικά χρήματα ασύστολα, για πανάκριβα ρούχα και κοσμήματα. Η Μαρία Αντουανέτα αγαπούσε το χρήμα, την πλουσιοπάροχη ζωή και ξόδευε κάθε μήνα 15.000 λίβρες για ζητήματα όπως: η μόδα, οι κομμώσεις, αλλά και για ακριβά κοσμήματα. Είχε, επιπλέον, αναλάβει την ανέγερση ενός μικρού, αλλά πολυτελούς κτίσματος στις Βερσαλλίες, το Μικρό Τριανόν, την περίοδο που ένα μεγάλο μέρος του γαλλικού πληθυσμού πέθαινε από την πείνα.

Θεωρήθηκε σκανδαλωδώς αδιάφορη για τη δεινή κατάσταση των φτωχών που λιμοκτονούσαν και καταδικάστηκε για λόγια, που όμως δεν υπάρχουν στοιχεία ότι τα είπε πράγματι: «Qu’ils mangent de la brioche» («Ας φάνε παντεσπάνι»). 

Ο λόγος είναι ότι αυτή η φράση γράφτηκε για πρώτη φορά το 1765, στο βιβλίο του Ζαν Ζακ Ρουσώ, «Απολογίες». Στο βιβλίο ο Ρουσώ περιγράφει ένα επεισόδιο απ’ τη ζωή του, όπου θέλησε να φάει ψωμί, αλλά ήταν πολύ καλά ντυμένος για να μπει σε έναν απλό φούρνο. Τότε θυμήθηκε την απάντηση που έδωσε μία ανώνυμη πριγκίπισσα, όταν την ενημέρωσαν ότι οι φτωχοί δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε: «Ας φάνε παντεσπάνι». 


Ο πρώτος που κατηγόρησε τη Μαρία Αντουανέτα για την παραπάνω δήλωση ήταν ο δημοσιογράφος Αλφόνς Καρ, τον Μάρτιο του 1843. Η φήμη επικράτησε εύκολα, εξαιτίας του μίσους που έτρεφε ο πεινασμένος λαός της Γαλλίας για τη σπάταλη βασίλισσα.

Μικρή σημασία έχει όμως αν ειπώθηκε έτσι ακριβώς, αλλά το ότι πράγματι ανταποκρινόταν στην αντίληψη που είχε η Αντουανέτα για το λαό. Ακόμα χειρότερη ήταν φυσικά η άποψη της για τους επαναστάτες, τους οποίους χαρακτήριζε “τέρατα”, “καθάρματα”, “τρελούς”, και “ζώα” που υποκινούνταν από “μασόνους”.



Η οικονομική κατάσταση του λάου ήταν τραγική. Από τα 25 εκατομμύρια των κατοίκων, γύρω στους 400.000 αριστοκράτες και ανώτεροι κληρικοί ζούσαν πλουσιοπάροχα μοιράζοντας μεταξύ τους τα αξιώματα και τις θέσεις κλειδιά. Οι υπόλοιποι πεινούσαν. Πάνω από 130.000 ιερωμένοι ζούσαν ζητιανεύοντας ή δουλεύοντας εργάτες στα τσιφλίκια. Το 1777, ο Λουδοβίκος αποδέσμευσε και τις εξαγωγές δίνοντας την ευκαιρία στους αριστοκράτες της γης να πουλήσουν το σιτάρι σε άλλες χώρες. Το 1788, οι σιταποθήκες άδειασαν, ενώ τρομακτικές θύελλες και χαλάζι κατέστρεψαν την παραγωγή. Χρεωμένοι οι μικροϊδιοκτήτες άρχισαν να συρρέουν στις πόλεις αναζητώντας δουλειά. Τα μεροκάματα έπεφταν, ο πληθωρισμός έτρεχε με 50%, ψωμί δεν υπήρχε, οι προβλέψεις για τη νέα σπορά ήταν δυσοίωνες. Στις 16 Αυγούστου, η Γαλλία χρεοκόπησε.
Στις 14 Ιουλίου 1789, 900 περίπου γάλλοι εργάτες και αγρότες όρμησαν στη Βαστίλη για να εξοπλιστούν με όπλα και πυρομαχικά: ήταν η απαρχή της πολιτικής επανάστασης που θα έμενε στην Ιστορία γνωστή ως Γαλλική Επανάσταση!



Τον Ιανουάριο του 1793, ο βασιλιάς περνά από δίκη και με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάζεται σε θάνατο για προδοσία: στις 21 Ιανουαρίου 1793 σέρνεται στην γκιλοτίνα και καρατομείται. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, με τον Μαξιμιλιανό Ροβεσπιέρο να έχει ήδη εγκαινιάσει τη διαβόητη και αιματοβαμμένη Βασιλεία του Τρόμου, που θα στερούσε τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες Γάλλους, η Μαρία Αντουανέτα σέρνεται σε δίκη παρωδία με κατηγορίες για κλοπή, απάτη, προδοσία, αλλά και σεξουαλική κακοποίηση του γιου της (κάτι που ήταν καταφανώς ψευδές).



Έπειτα από τη διήμερη ακροαματική διαδικασία, το δικαστήριο τη στέλνει στη λαιμητόμο στις 16 Οκτωβρίου 1793. «Είμαι ήρεμη», γράφει σε επιστολή της το βράδυ πριν από την εκτέλεσή της, «όπως οι άνθρωποι που έχουν καθαρή τη συνείδησή τους».
Ο δήμιος με την κόκκινη κουκούλα έκοψε αρχικά τα μαλλιά της βασίλισσας, για να της προσφέρει έναν καθαρό και γρήγορο θάνατο. Λίγο μετά, την αποκεφάλισε μπροστά σε ένα χαρούμενο πλήθος που ζητωκραύγαζε το σύνθημα: «Vive la nation!» («Ζήτω το έθνος!»)


Τα τελευταία της λόγια ήταν: «Συγχωρήστε με, κύριε», τα οποία απευθύνονταν στο δήμιο της, του οποίου το πόδι πάτησε κατά λάθος.

Άλλοι πιστεύουν ότι η δήλωση ανήκει στην Μαρία Τερέζα, τη σύζυγο του Βασιλιά Λουδοβίκου 14ου, που έζησε έναν αιώνα πριν από τη Γαλλική Επανάσταση. Παρόμοια έκφραση υπάρχει και στην κινέζικη παράδοση, η οποία αποδίδεται στον Αυτοκράτορα Χούι. Έζησε τον 4ο μ.Χ. αιώνα και όταν του είπαν ότι ο λαός δεν είχε ρύζι να φάει, ο αυτοκράτορας απάντησε: «Γιατί δεν τρώνε κρέας;».

Σε αυτό που συμφωνούν ωστόσο οι ιστορικοί είναι ότι θα μπορούσε πράγματι να την είχε πει, καθώς ο προκλητικός της βίος και η αλόγιστη σπατάλη της σύνορα δεν γνώριζαν!









Σχόλια