Αφιέρωμα στους Ολυμπιακούς Αγώνες

Ολυμπιακοί αγώνες...Μια τεράστια, πλέον αθλητική διοργάνωση, που λαμβάνουν μέρος αθλητές από όλο τον κόσμο. Είναι μεγάλη διάκριση να κερδίσει μετάλλιο στους Ολυμπιακούς αγώνες κάποια ομάδα ή αθλητής. Τους παρακολουθούν εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο. Πως ξεκίνησαν όμως όλα; 
Η αρχή
Οι Ολυμπιακοί αγώνες έγιναν για πρώτη φορά το 776 π.Χ. στην πεδιάδα της αρχαίας Ολυμπίας στο δυτικό τμήμα της Πελοποννήσου. Από τότε και στο εξής διεξάγονταν συνεχώς εκεί κάθε τέσσερα χρόνια για δώδεκα αιώνες, μέχρι που τερματίστηκαν από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Θεοδόσιο το έτος 393. Η τετραετία αυτή ονομαζόταν «πενθετηρίς» επειδή οι αρχαίοι συμπεριλάμβαναν και τα δύο χρόνια της διοργάνωσης, που σημάδευαν την αρχή και το τέλος της περιόδου. Οι πενθετηρίες ονομάζονταν με τον αύξοντα αριθμό της εκάστοτε Ολυμπιάδας και χρησίμευαν ως χρονική αναφορά. Η πρώτη καταγραμμένη διοργάνωση των αγώνων ήταν στην Ολυμπία, το 776 π.Χ., δηλαδή η πρώτη πενθετηρία ξεκινά το καλοκαίρι του 775 π.Χ., σύμφωνα με το σημερινό ημερολόγιο.
Κατά τη διάρκεια των Αγώνων κηρυσσόταν εκεχειρία και οι πολεμικές επιχειρήσεις διακόπτονταν. Κατείχαν τόσο σημαντική θέση στη ζωή των Ελλήνων, ώστε το μεταξύ τους διάστημα, η Ολυμπιάδα, χρησιμοποιήθηκε ως βάση του χρονολογικού συστήματός τους.
Οι αρχαίοι αγώνες διαρκούσαν πέντε ημέρες και αποτελούνταν από αρματοδρομίες, ρίψη δίσκου και ακοντίου, αγώνες δρόμου και πάλη. Βασικά ήταν μία θρησκευτική γιορτή αφιερωμένη στους θεούς και ιδιαίτερα στο Δία. Το βραβείο των νικητών ήταν ένα στεφάνι ελιάς.  Για εκείνους που νικούσαν τρεις φορές οι πόλεις τους έστηναν αγάλματα προς τιμή τους και τους απέδιδαν δώρα και τιμές. Οι γυναίκες δε γίνονταν δεκτές στους αγώνες. Δεν τους επιτρεπόταν ούτε να πάρουν μέρος, αλλά ούτε και να τους παρακολουθήσουν.Η τιμωρία σε περίπτωση παρακολούθησης των αγώνων ήταν θάνατος με κατακρήμνιση από το βραχώδες όρος Τυπαίο. Η Καλλιπάτειρα, κόρη του Ολυμπιονίκη Διαγόρα του Ρόδιου, ήταν η πρώτη γυναίκα της αρχαιότητας που μπήκε μέσα σε αθλητικό χώρο και παρακολούθησε τους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Καλλιπάτειρα, θέλοντας να θαυμάσει το γιο της Πεισίροδο που αγωνιζόταν στην πάλη, πήρε την τόλμη και περιφρονώντας τη σχετική απαγόρευση και την επαπειλούμενη ποινή, μεταμφιέστηκε σε γυμναστή όπου και εισήλθε και παρακολούθησε τον αγώνα.
Προδόθηκε όμως από τον υπέρμετρο και δικαιολογημένο ενθουσιασμό της για τη νίκη του γιου της. Ωστόσο, δεν της επιβλήθηκε η θανατική ποινή, καθώς η οικογένειά της είχε βγάλει σειρά Ολυμπιονικών (πατέρα, σύζυγο, αδέλφια, γιο και ανηψιό).
Info: Η ιστορία της Καλλιπάτειρας έκανε εντύπωση τόσο στους συγχρόνους της, όσο και στις μετέπειτα γενεές μέχρι που ενέπνευσε και τον Λορέντζο Μαβίλη, ο οποίος της αφιέρωσε ένα σονέτο του που θεωρείται ένα από τα ωραιότερα δεκατετράστιχα ποιήματά του.

«Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες;
Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία
εδώθε». – «Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα,
τρία αδέρφια, γιό, πατέρα Ολυμπιονίκες
 
να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
και εγώ να καμαρώσω μέσ' στα ωραία
κορμιά, που για το αγρίλι του Ηρακλέα
παλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκειες.
 
Με τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια
στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζη
με της αντρειάς τα αμάραντα προνόμια.
 
Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει
σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
ύμνος χρυσός του αθάνατου Πινδάρου».
Μύθος
Όταν γεννήθηκε ο Δίας, οι Ιδαίοι Δάκτυλοι ήρθαν από την Κρήτη στην Ήλιδα και έκαναν αγώνα δρόμου για να διασκεδάσει λίγο ο βρεφικός Δίας. Ο μεγαλύτερος από αυτούς, ο Ηρακλής (όχι ο γνωστός ήρωας), έβαλε τους άλλους αδερφούς του, τον Παιωναίο, τον Επιμήδη, τον Ιάσιο και τον Ίδα να τρέξουν, και μετά τη λήξη των αγώνων, ο Ιδαίος  Ηρακλής στεφάνωσε τους νικητές με κλαδί άγριας ελιάς, ένα δέντρο που είχε φέρει από την χώρα των Υπερβορείων. Ο αγώνας αυτός θεωρείται έτι είναι η μυθική παράδοση των Ολυμπιακών αγώνων και χρονολογείται στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. Σύμφωνα με το ίδιο μύθο, ο Ιδαίος Ηρακλής ήταν εκείνος που έδωσε το όνομα Ολύμπια στους αγώνες αυτούς. Σύμφωνα με έναν άλλο μύθο, στην τοποθεσία αυτή πάλεψε ο ίδιος ο Δίας με τον Κρόνο για την εξουσία της Γης, ενώ ένας τρίτος μύθος συμπληρώνει ότι μετά την μάχη αυτή, διεξάχθηκαν οι πρώτοι Ολυμπιακοί αγώνες προς τιμήν και εορτασμό της έκβασης της μάχης και της νίκης του Ολύμπιου Δία. Σύμφωνα μάλιστα με τον Παυσανία στους αγώνες αυτούς πήραν μέρος οι Ολύμπιοι θεοί, και μάλιστα ο Απόλλων νίκησε τον Ερμή και τον Άρη στο τρέξιμο και την πυγμαχία αντίστοιχα.
Αρχικά οι Ολυμπιακοί αγώνες διαρκούσαν μόνο για μία ημέρα. Αργότερα, το πρόγραμμα διευρύνθηκε και εμπλουτίστηκε με πλήθος αθλημάτων και πανηγυρικών εκδηλώσεων που συνόδευαν την γιορτή, διαρκείας πέντε ημερών, στην οποία πήγαινε πλήθος αθλητών και θεατών. Ο Παυσανίας αναφέρει ως
αιτία την διεξαγωγή των 77ών Ολυμπιακών αγώνων (472 π.Χ.), όταν η αρματοδρομία και το πένταθλο είχαν αργήσει τόσο πολύ, που το παγκράτιο άρχισε καθυστερημένα και διήρκεσε μέχρι τις νυκτερινές ώρες, με αποτέλεσμα να νικήσει ο Αθηναίος Καλλίας. Τότε αποφασίστηκε η πολυήμερη διεξαγωγή των αγώνων και καθιερώθηκε το πενθήμερο πρόγραμμα ως εξής. Οι τελετές άρχιζαν την 11η ημέρα του μήνα και διαρκούσαν μέχρι την 15η ημέρα, έτσι ώστε η νύχτα της τέταρτης μέρας των αγώνων να λούζεται στο φως της πανσέληνου. 
Σύμφωνα με το σημερινό ημερολόγιο η έναρξη των αγώνων γίνονταν περίπου στα τέλη Ιουνίου με  αρχές Ιουλίου. Η πρώτη ημέρα ήταν αφιερωμένη στους θεούς. Η σημαντικότερη εναρκτήρια σπονδή ήταν προς τιμή του Ολυμπίου Διός, και γινόταν από εκπροσώπους της πόλης της Ήλιδας. Ακολουθούσε ο όρκος των αθλητών, προπονητών και ελλανοδικών (δηλαδή των διαιτητών που θα έκριναν τα αποτελέσματα των αγώνων), κατά τον οποίο γινόταν θυσία, ενώ οι διαιτητές έβγαζαν λόγο απευθυνόμενοι στους αγωνιστές. Όσο για τους ανήλικους νέους που έπαιρναν μέρος, ορκίζονταν οι πατέρες ή οι πιο μεγάλοι αδελφοί τους. Επίσης, οι αθλητές και τα άλογα εξετάζονταν για να κριθεί η συμμετοχή τους και για να κληρωθούν στις ομάδες που θα έπαιρναν μέρος. Το πρόγραμμα της πρώτης
ημέρας κατέληγε σε μεγάλο φαγοπότι γνωριμίας ενώ την ίδια μέρα γινόταν και η ευγενική άμιλλα για την ανάδειξη των καλύτερων κηρύκων και σαλπιγκτών. Αυτοί που κέρδιζαν, λάβαιναν το τιμητικό προνόμιο ν' αναγγέλουν και να εκφωνούν τα ονόματα των Ολυμπιονικών την ώρα των βραβείων. Την πρώτη μέρα των αγωνισμάτων, πριν από τα χαράματα γέμιζαν οι κερκίδες, αφού με τις πρώτες
ηλιαχτίδες ξεκινούσαν τα πρώτα αγωνίσματα. Τη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη μέρα των αγώνων διεξάγονταν τα αγωνίσματα, ενώ η τελευταία μέρα ήταν αφιερωμένη στις τελετές, πομπές και στις θυσίες στους θεούς. Την τελευταία μέρα των Ολυμπιακών αγώνων γινόταν η απονομή των στεφάνων. Ένας νεανίας έκοβε με χρυσό ψαλίδι τα κλαδιά της ελιάς από το ιερό δέντρο. Με την απονομή του στεφανιού αναγγέλονταν το όνομα του αθλητή, μαζί με αυτό του πατέρα του και της πατρίδας του και γινόταν αθάνατο σε όλες τις τότε Ελληνικές πόλεις. Οι νικητές έδιναν δώρα στους θεούς, καθένας με τις δυνατότητές του για να τους ευχαριστήσουν για την υψηλοτέρα των τιμών. Ακολουθούσαν πομπές και φαγοπότι, συνοδευόμενο από τραγούδι και μουσική, τα «επινίκια».
 Οι Ολυμπιακοί αγώνες είχαν επίσης θρησκευτική σημασία αφού γίνονταν προς τιμή του θεού Δία, του οποίου το τεράστιο άγαλμα στεκόταν στην Ολυμπία. Ο αριθμός των αγωνισμάτων έγινε είκοσι και ο εορτασμός γινόταν στην διάρκεια μερικών ημερών. Οι νικητές των αγώνων θαυμάζονταν και γίνονταν αθάνατοι μέσα από ποιήματα και αγάλματα. Το έπαθλο για τους νικητές ήταν ένα στεφάνι από κλαδί ελιάς.
Αγωνίσματα
Αγώνες κηρύκων και σαλπιγκτών
Ακόντιο
Άλμα
Δίσκος
Δρόμος
Ιππικά αγωνίσματα
Παγκράτιο
Πάλη
Πένταθλο
Πυγμαχία
Το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων
Το 86-80 π.Χ, επί Σύλλα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες δέχτηκαν το πρώτο μεγάλο πλήγμα, καθώς η 175η Ολυμπιάδα μεταφέρθηκε στη Ρώμη. Αρκετοί Ρωμαίοι Αυτοκράτορες, όπως ο Τιβέριος και ο θετός του γιος Καίσαρας Γερμανικός, έλαβαν μέρος στους αγώνες παρακινούμενοι από την ακτινοβολία τους. Η τελευταία άνθηση των αγώνων παρατηρείται επί της βασιλείας των Ρωμαίων Αντωνίνων.  Ήδη από την εποχή εκείνη οι Αγώνεςείχαν χάσει τον πανελλήνιο χαρακτήρα τους και ήταν διεθνείς, καθώς συμμετείχαναθλητές από όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι Αγώνες δεν ήταν πια μια αγωνιστική ιεροπραξία μεταξύ των ελληνικών φυλών, ανθρώπων δηλαδή με κοινά στοιχεία γλώσσας, καταγωγής, θρησκευτικής πίστης, ηθών και πολιτισμού. Ήταν μια κοσμική αθλητική συγκέντρωση, υπό το πρίσμα της ρωμαϊκής παγκοσμιοποίησης, όπου το αισθητικό στοιχείο είχε κυριαρχήσει του ιερού και το πολιτικό του θρησκευτικού. 
Το 393 μ.Χ, έτος της 293ης Ολυμπιάδας, οι Ολυμπιακοί Αγώνες δέχτηκαν τη χαριστική βολή από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄, που τους κατήργησε μαζί με άλλους αρχαίους αγώνες.
Η αναβίωση
Το αρχαιολογικό ενδιαφέρον των Γάλλων αρχικά και των Γερμανών μετέπειτα για τους θησαυρούς της Αρχαίας Ολυμπίας, σε συνδυασμό με την ανάγκη των λαών για παγκόσμια άμιλλα και ει­ρήνη, αναθέρμαναν τον 19ο αιώνα την ιδέα της αναβίωσης των Ολυμπια­κών Αγώνων. Το 1834 και το 1836, σουηδοί φίλαθλοι, εμπνεόμενοι από την αρχαία Ελλάδα, οργάνωσαν Ολυμπιακούς Αγώνες στην πόλη Χέλσινμποργκ. Τον Οκτώβριο του 1850 ο βρετανός χειρουργός Γουίλιαμ Μπρουκς διοργάνωσε τους ετήσιους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Γουένλοκ της κομητείας του Σροπσάιρ, με αγωνίσματα δρόμων, αρχαίο πένταθλο, ιππασία, κρίκετ κ.ά. Μεταξύ του Μπρουκς και της Ελλάδας υπήρξε στενός δεσμός, καθώς ο τότε βασιλιάς Γεώργιος Α’ έστειλε στον Μπρουκς ένα ασημένιο έπαθλο κι αυτός με τη σειρά του προσέφερε ειδικό έπαθλο σε έλληνα αθλητή που διακρίθηκε στο δρόμο, κατά την Α’ Ζάππεια Ολυμπιάδα του 1859. Το 1833 ο ποιητής Παναγιώτης Σούτσος αναφέρεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες και δύο χρόνια αργότερα παροτρύνει τις ελληνικές κυβερνήσεις να αναβιώσουν τα αρχαία Ολύμπια. Το 1838 γίνεται η πρώτη προσπάθεια τέλεσης Ολυμπιακών Αγώνων από τον γειτονικό στην Ολυμπία Δήμο Λετρίνων (σημερινός Πύργος Ηλείας) από μία ομάδα φωτισμένων αρχαιολατρών.
Το 1859, ο Ηπειρώτης εθνικός ευεργέτης Ευαγγέλης Ζάππας αναλαμβάνει με δικές του δαπάνες την ανα­βίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Στις 18 Οκτωβρίου, με την παρουσία της βασιλικής οικογένειας, γίνεται η έναρξη των Α' Ολυμπίων. Ο διε­θνής Τύπος χαιρέτισε την πρωτοβουλία, αλλά οι ελληνικές εφη­μερίδες τη σχολίασαν αρνητικά, λόγω της απειρίας των διοργα­νωτών, αλλά και της απόφασής τους να μην διεξαχθούν οι Αγώ­νες στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Η πλατεία Λουδοβίκου (σημερινή πλατεία Εθνικής Αντίστασης, γνωστότερη ως Πλατεία Κοτζιά) δεν μπόρεσε να καλύψει τις ανάγκες μιας τέτοιας διοργάνωσης. Παρά την αποτυχία των Αγώνων, η προσπάθεια δεν πήγε χαμένη. Διεξήχθησαν ακόμη τρεις Ζάππειες Ολυμπιάδες ή «Ολύμπια» (1870, 1875, 1889), που ενίσχυσαν σημαντικά το αίτημα για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων.
Η ιδέα για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων κέρδιζε ολοένα και περισσότε­ρο έδαφος στην Ευρώπη. Την 25η Νοεμβρίου 1892 ο 29χρονος τότε βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν, μιλώντας στη Σορβόννη κατά τη διάρκεια του συ­νεδρίου της Ένωσης Αθλητικών Σωματείων της Γαλλίας, πρότεινε την ανασύσταση του θεσμού, σε διεθνές επίπεδο, αλλά συνάντησε γενική αδιαφορία.
Ο Κουμπερτέν δεν απογοητεύτηκε. Δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1894, έθεσε εκ νέου την πρότασή του στο Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο, που διοργάνωσε ο ίδιος στη Σορβόννη. Την Ελλάδα εκ­προσώπησε ο λόγιος Δημήτρης Βικέλας, ο οποίος αποδέχτηκε τη σχετική πρόταση του ιδρυτή του Πανελλήνιου Γυ­μναστικού Συλλόγου, Ιωάννη Φωκιανού. Ο Βικέλας, σε συνεργασία με τον Κουμπερτέν, παρουσίασε στο συνέδριο υπόμνημα, με μοναδικό θέμα την αναβίωση των Αγώνων.

Στις 23 Ιουνίου 1894 οι σύνεδροι ψήφισαν ομόφωνα την ανασύσταση του αρχαίου θεσμού, εκφράζοντας την ευχή για τον εορτασμό στην Αθήνα των πρώτων Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων το 1896. Ο Βικέλας ορίστηκε πρόεδρος της νεοσυσταθείσας Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής και ο Κουμπερτέν γραμματέας της.
Οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες
Οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν στην Αθήνα το 1896. 'Aρχισαν στις 6 Απριλίου, ανήμερα του Πάσχα μπροστά σε 100.000 θεατές. 295 αθλητές από δεκαπέντε χώρες πήραν μέρος στην πρώτη Ολυμπιάδα. Μερικά αγωνίσματα, όπως τρέξιμο, πάλη, άλμα εις μήκος και ρίψη δίσκου διατηρήθηκαν από τους παλιούς αγώνες. Προστέθηκαν όμως και νέα αθλήματα, όπως η ποδηλασία, η ξιφασκία και η σκοποβολή. Ο νικητής του μαραθώνιου των 42 χιλιομέτρων ήταν ο Έλληνας Σπύρος Λούης. Στις πρώτες Ολυμπιάδες εκείνων των χρόνων δίνονταν μετάλλια μόνο σε εκείνους που έβγαιναν πρώτοι ή δεύτεροι.    
Με μεγάλη επιτυχία, όπως αναγνωρίστηκε διεθνώς, διεξήχθησαν στη μικρή και φτωχή Ελλάδα εκείνης της εποχής οι Πρώτοι Σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες (25 Μαρτίου – 3 Απριλίου με το παλαιό ημερολόγιο, 6 Απριλίου - 15 Απριλίου με το νέο), με επίκεντρο το καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο, που ανακαινίσθηκε εκ βάθρων, χάρις στην οικονομική συνεισφορά του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ. Η Αθήνα αριθμούσε τότε μόλις 111.486 κατοίκους (η μικρότερη πόλη που έχει διοργανώσει Ολυμπιακούς Αγώνες), με πρώτο πολίτη τον δήμαρχο Αθηναίων Λάμπρο Καλλιφρονά. Πρωθυπουργός της χώρας ήταν ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Τότε ακούστηκε για πρώτη φορά ο «Ολυμπιακός Ύμνος», σε ποίηση Κωστή Παλαμά και μουσική Σπύρου Σαμάρα.

Αρχαίο Πνεύμα αθάνατον, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ' αληθινού,
κατέβα, φανερώσου κι άστραψε εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ' ουρανού.

Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,
στων ευγενών Αγώνων λάμψε την ορμή,
και με το αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί.

Κάμποι, βουνά και θάλασσες φέγγουν μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός.
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίο Πνεύμ' αθάνατο, κάθε λαός, κάθε λαός
Αρχαίο Πνεύμ' αθάνατο, κάθε λαός.

Υπήρχαν βέβαια κι αυτοί που υποστήριζαν ότι δεν μπορεί η Ελλάδα να διοργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τόσο εσωτερικά όσο και από τον διεθνή τύπο. Δημιουργήθηκε ένας μίνι “πόλεμος” αμφισβήτησης μέσω των ρεπορτάζ της εποχής. Χαρακτηριστικό είναι το πρωτοσέλιδο της αυστραλιανής εφημερίδας “The Broken Morning Post” στις 15 Μαρτίου 1896, δηλαδή μόλις λίγες μέρες πριν τη διεξαγωγή των αγώνων, σχετικά με το ότι η Αθήνα δεν είναι έτοιμη να αναλάβει τους Αγώνες.
Info: Ο προϋπολογισμός που είχε γίνει για τους Αγώνες ήταν τρεις φορές μεγαλύτερος από τις εκτιμήσεις του Κουπερντέν: σύνολο 3.740.000 δραχμές, ποσό αδιανόητο για εκείνη την εποχή. Παρ’ όλα αυτά, όμως, ο Κουμπερτέν και ο Βικέλας δεν πτοήθηκαν και ξεκίνησαν μια εκστρατεία για να κρατήσουν ζωντανό το ολυμπιακό κίνημα. Έτσι, πυροδοτήθηκε ένα κίνημα δωρεών από τον ελληνικό λαό που έφταναν τις 330.000 δραχμές, εκδόθηκε ειδική σειρά γραμματοσήμων που απέφερε 400.000 δραχμές, ενώ από τις πωλήσεις των εισιτηρίων συγκεντρώθηκαν άλλες 200.000 δραχμές. Επιπλέον, ύστερα από παράκληση του διαδόχου Κωνσταντίνου, ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ ανέλαβε εξ’ ολοκλήρου την ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου, η οποία στοίχισε 920.000 δραχμές, και μάλιστα προς τιμήν του έχει στηθεί άγαλμα του στην είσοδο του σταδίου.

Στους Πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες συμμετείχαν 241 αθλητές από 14 χώρες (Ελλάδα, ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ουγγαρία, Αυστρία, Δανία, Ελβετία, Αυστραλία, Σουηδία, Βουλγαρία, Χιλή). Δεν επετράπη και πάλι η συμμετοχή των γυναικών. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, μία νεαρή Αθηναία, η Σταμάτα ή Μελπομένη Ρεβύθη, έτρεξε μόνη της την επομένη του θριάμβου του Σπύρου Λούη τον μαραθώνιο δρόμο, σε 5 ώρες και 30 λεπτά.
Οι περισσότεροι αθλητές ήταν Έλληνες, όπου κέρδισαν συνολικά 46 μετάλλια (10-17-19), έναντι 20 των ΗΠΑ (11-7-2) και 13 της Γερμανίας (6-5-2). Οι νικητές τότε έπαιρναν ένα ασημένιο μετάλλιο, ένα κλαδί ελιάς κι ένα αναμνηστικό δίπλωμα, ενώ οι δεύτεροι έπαιρναν ένα χάλκινο μετάλλιο, ένα κλαδί δάφνης και το δίπλωμα. Οι τρίτοι δεν έπαιρναν μετάλλιο. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αποφάσισε αργότερα να απονείμει χρυσά, ασημένια και χάλκινα μετάλλια στους τρεις πρώτους αθλητές κάθε αγωνίσματος.

Επιπλέον στοιχεια
Η σημαία, είναι άσπρη με πέντε κύκλους που συνδέονται μεταξύ τους. Κάθε κύκλος έχει διαφορετικό χρώμα που είναι μπλε, μαύρο, κόκκινο, κίτρινο και πράσινο. Οι κύκλοι αναπαριστούν και συμβολίζουν την ένωση των πέντε ηπείρων.  
Στην έναρξη τελετής κάθε Ολυμπιάδας, ένας αθλητής από τη χώρα που φιλοξενεί τους αγώνες δίνει τον Ολυμπιακό όρκο εκ μέρους όλων όσων συμμετέχουν. Ο Ολυμπιακός όρκος δόθηκε για πρώτη φορά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βελγίου το 1920.

"Στο όνομα όλων των αθλητών, υπόσχομαι να πάρω μέρος σ' αυτούς τους Ολυμπιακούς Αγώνες, σεβόμενος τους κανονισμούς που τους διέπουν, σύμφωνα με το αληθινό πνεύμα της ευγενούς άμιλλας για τη δόξα του αθλητισμού και την τιμή των ομάδων μας".
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν τη δική τους φλόγα και δάδα, μια παράδοση που επέζησε από την αρχαιότητα. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε μία ιερή φλόγα που άναβε από τον ήλιο και έκαιγε συνεχώς στο βωμό της θεάς Ήρας καθ' όλη τη διάρκεια των αγώνων. Στη σύγχρονη εποχή, κάθε τέσσερα χρόνια, πριν από την έναρξη κάθε Ολυμπιάδας, γίνεται μία τελετή στην Ολυμπία. Κατά τη διάρκεια αυτής της τελετής η ολυμπιακή δάδα ανάβει με τη βοήθεια του ήλιου και την παίρνει η αντιπροσωπεία της χώρας που φιλοξενεί τους αγώνες εκείνη τη χρονιά. Στη συνέχεια αρχίζει ένα μακρύ ταξίδι μέχρι την άφιξη της φλόγας στη διοργανώτρια χώρα τη μέρα της τελετής έναρξης. Αυτή η δάδα ανάβει τη φλόγα στο Ολυμπιακό στάδιο της πόλης που φιλοξενεί τους αγώνες και καίει μέχρι την ημέρα της τελετής λήξης.

Υπάρχει και μουσείο Ολυμπιακών Αγώνων στη Λοζάνη της Ελβετίας όπου είναι και η έδρα της διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Το μουσείο που βρίσκεται κοντά στην παραλία της λίμνης της Λοζάνης περιέχει εκθέματα σχετικά με την ιστορία και την εξέλιξη των Ολυμπιακών Αγώνων. Το μουσείο επίσης περιλαμβάνει έργα τέχνης, οπτικοακουστικά θεάματα, αίθουσα συνεδρίων και βιβλιοθήκη με χιλιάδες έγγραφα σχετικά με τους αγώνες και την ιδέα του Ολυμπισμού.




Σχόλια